- χειρούργημα
- χειρ-ούργημα, τό, eine mit der Hand verrichtete Arbeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειρούργημα — handiwork neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρούργημα — τὸ, Α [χειρουργῶ] έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέρι … Dictionary of Greek
χειρουργήμασι — χειρούργημα handiwork neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργήματος — χειρούργημα handiwork neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χειρουργίη Α [χειρουργός] η χειρουργική αρχ. 1. δεξιοτεχνία τών χεριών, κατασκευή ή διακόσμηση έργων με τα χέρια τού τεχνίτη 2. χειρούργημα … Dictionary of Greek